Перевод: с английского на греческий

с греческого на английский

ἐμὲ καὶ σὲ

  • 1 Start

    v. trans.
    Begin, be the first to do a thing: P. and V. ἄρχειν (gen.), πάρχειν (gen.), κατάρχειν (acc. or gen.), P. προϋπάρχειν (gen.).
    Start something of one's own: P. and V. ἄρχεσθαι (gen.), κατάρχειν (acc. or gen.) (or mid.), πάρχειν (gen.).
    Take in hand: P. and V. ἐπιχειρεῖν (dat.), ἐγχειρεῖν (dat.), αἴρεσθαι (acc.).
    Set up: Ar. and P. ἐνίστασθαι.
    Establish: P. and V. καθιστναι, Ar. and P. καταδεικνναι.
    Make to set out: P. and V. ἐξορμᾶν.
    Start ( a quarry in hunting): V. ἐκκινεῖν.
    Set in motion: P. and V. ὁρμᾶν, κινεῖν.
    V. intrans.
    Begin: P. and V. ἄρχεσθαι; see Begin.
    The city if once it start well goes on increasing: P. πολιτεία ἐάνπερ ἅπαξ ὁρμήσῃ εὖ ἔρχεται... αὐξανομένη (Plat., Rep. 424A).
    Set out: P. and V. ὁρμᾶν, ὁρμᾶσθαι, φορμᾶν, ἀφορμᾶσθαι, ἐξορμᾶν, ἐξορμᾶσθαι, παίρειν, V. στέλλεσθαι, ποστέλλεσθαι.
    With ships or land forces: P. αἴρειν.
    Starting with this force they sailed round: P. ἄραντες τῇ παρασκευῇ ταύτῃ περιέπλεον. (Thuc. 2, 23).
    I would have you save the money with which I started: V. σῶσαί σε χρήμαθʼ οἷς συνεξῆλθον θέλω (Eur., Hec. 1012).
    Be startled: P. and V. φρίσσειν, τρέμειν, ἐκπλήσσεσθαι.
    Start up: P. and V. νίστασθαι, ἐξανίστασθαι, P. ἀνατρέχειν, Ar. and V. νᾴσσειν (also Xen. but rare P.).
    To start with, at first: P. and V. τὸ πρῶτον; see under First.
    ——————
    subs.
    Beginning: P. and V. ἀρχή, ἡ.
    Journey: P. and V. ὁδός, ἡ.
    Putting out to sea: P. ἀναγωγή, ἡ.
    Get a start, v.: P. and V. φθνειν, προφθνειν.
    Get the start of: P. and V. φθνειν (acc.), προφθνειν (acc.), προλαμβνειν (acc.), P. προκαταλαμβνειν (acc.).
    The trireme had a start of about a day and a night: P. (ἡ τριήρης) προεῖχε ἡμέρᾳ καὶ νυκτὶ μάλιστα (Thuc. 3, 49).
    Let me and him have a fair start that we may benefit you on equal terms: Ar. ἄφες ἀπὸ βαλβίδων ἐμὲ καὶ τουτονὶ ἵνα σʼ εὖ ποιῶμεν ἐξ ἴσου (Eq. 1159).
    Shudder: P. and V. τρόμος, ὁ.
    Give one a start: use P. and V. ἔκπληξιν παρέχειν (dat.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Start

  • 2 Live

    v. intrans.
    Exist: P. and V. ζῆν, εἶναι.
    Breathe: P. and V. ἐμπνεῖν (Plat.), V. ἔχειν πνοάς, or use V. φῶς ὁρᾶν (cf. P. οἳ νῦν ὁρῶσι τοῦ ἡλίου τὸ φῶς διʼ ἐμέ) (Andoc. 9), φάος βλέπειν, or βλέπειν alone, λεύσσειν φάος, αὐγὰς εἰσορᾶν.
    Short in any case was the time left you to live: V. βραχὺς δε σοί. πάντως ὁ λοιπὸς ἦν βιώσιμος χρόνος (Eur., Alc. 649).
    Pass one's life: P. and V. βιῶναι ( 2nd aor. of βιοῦν), διγειν, διαιτᾶσθαι, P. διαβιῶναι ( 2nd aor. of διαβιοῦν), V. καταζῆν βίον, ἡμερεύειν.
    Live one's life to the end: P. and V. βίον διαζῆν, or διαζῆν alone, Ar. and P. διαγίγνεσθαι, V. βίον διαφέρειν, or διαφέρειν alone (or mid.).
    Endure, last: P. and V. μένειν, παραμένειν, ἀντέχειν, P. συμμένειν, V. ζῆν.
    Dwell: see Dwell.
    Live in the open: P. and V. αὐλίζεσθαι, καταυλίζεσθαι (Xen.), ἐναυλίζεσθαι (act. used once in V.).
    Make a living: P. βιοτεύειν, Ar. and P. ζῆν, P. and V. διαζῆν.
    He lives on what he collects, begs and borrows: P. ἀφʼ ὧν ἀγείρει καὶ προσαιτεῖ καὶ δανείζεται ἀπὸ τούτων διάγει (Dem. 96).
    Live as a citizen: P. and V. πολιτεύεσθαι (Eur., frag.).
    You will live to wish: P. ἔτι βουλήσεσθε (Thuc. 6, 86).
    Which of these bad forms of government is the least trying to live under: P. τίς τῶν οὐκ ὀρθῶν πολιτειῶν ἥκιστα χαλεπὴ συζῆν (Plat., Pol. 302B).
    Live with: P. and V. συνοικεῖν (absol. or dat.), συνεῖναι (absol. or dat.), V. συνναίειν (dat.), P. συμβιῶναι (dat. or absol.) ( 2nd aor. of συμβιοῦν), Ar. and P. συζῆν (dat. or absol.).
    Live with in marriage: P. and V. συνοικεῖν (dat.), συνεῖναι (dat.).
    Disagreeable to live with: P. συνημερεύειν ἀηδής (Plat.).
    If you are unfitted to live with: V. εἰ συνεῖναι μὴ ʼπιτηδεία κυρεῖς (Eur., And. 206).
    Worth living, adj.: see under Living.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Live

  • 3 Enrol

    v. trans.
    P. ἀναγράφειν.
    Enlist: Ar. and P. καταλέγειν.
    Enrol as citizens: P. ἐπιγράφεσθαι πολίτας.
    Enrol among. — Enrol me also among your pupils: P. ἕνα τῶν μαθητῶν... καὶ ἐμὲ γράφου (Plat., Crat. 428B).
    Be enrolled among: P. and V. τελεῖν εἰς (acc.), P. συντελεῖν εἰς (acc.).
    Be enrolled among the townsmen: P. ἐγγράφεσθαι εἰς τοὺς δημότας (Dem. 314; of. Ar., Eq. 925–926).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Enrol

См. также в других словарях:

  • Εμέ, Ανούκ — (Anouk Aimée, Παρίσι 1932 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Γαλλίδας ηθοποιού Φρανσουάζ Ντρέιφους (Françoise Sorya Dreyfus). Σπούδασε στο Bauer Therond Dramatic School στο Παρίσι, ενώ είχε ήδη ξεκινήσει, σε ηλικία μόλις 14 ετών, τις εμφανίσεις της… …   Dictionary of Greek

  • Εμέ, Μαρσέλ — (Marcel Aymé, 1902 – Παρίσι 1967). Γάλλος πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Διακρίθηκε για την καυστική σάτιρα των έργων του. Έγραψε μυθιστορήματα, διηγήματα και θεατρικά, από τα οποία σημαντικότερα είναι τα ακόλουθα: Μπριλμπουά (1927), Το… …   Dictionary of Greek

  • Κοτόν, Εμέ Ογκίστ — (Aimé Auguste Cotton, Μπουργκ αν Μπρες 1869 – Σεβρ 1951). Γάλλος φυσικός. Αρχικά δίδαξε επί πέντε χρόνια στο πανεπιστήμιο της Τουλούζ και αργότερα αναγορεύθηκε καθηγητής στην École Normale, όπου έμεινε έως το 1920. Το ίδιο έτος ανέλαβε την έδρα… …   Dictionary of Greek

  • Καρτάνος, Ιωαννίκιος — (16ος αι.). Κερκυραίος ιεροκήρυκας και συγγραφέας. Ο Κ. ήταν εκείνος που έγραψε το πρώτο βιβλίο σε δημοτικό πεζό λόγο. Ελάχιστα είναι γνωστά για τη ζωή του. Ωστόσο είναι βέβαιο ότι ήταν ιερομόναχος και μέγας πρωτοσύγκελος Κερκύρων. Με αυτή την… …   Dictionary of Greek

  • Λουκέρνη — (γερμ. Luzern, γαλλ. Lucerne, ιταλ. Lucerna). Πόλη (59.500 κάτ. το 2000) της κεντρικής Ελβετίας, πρωτεύουσα του ομώνυμου καντονιού (1.493 τ. χλμ., 349.600 κάτ. το 2001). Βρίσκεται στη βορειοδυτική όχθη της λίμνης των Τεσσάρων Καντονιών, πιο… …   Dictionary of Greek

  • συμβάλλω — ΝΜΑ [βάλλω] 1. (για ποταμό) χύνομαι σε άλλον, ενώνομαι με άλλον (α. «ο Λουδίας συμβάλλει με τον Αξιό» β. «ῥοὰς Σιμόεις συμβάλλετον ἠδὲ Σκάμανδρος», Ομ. Ιλ.) 2. (ιδίως για σωλήνες και αγωγούς) καταλήγω σε κάτι άλλο και ενώνομαι μαζί του (α. «τα… …   Dictionary of Greek

  • τηρώ — (I) τηρῶ, έω, ΝΜΑ διατηρώ, διαφυλάττω, κρατώ απαραβίαστο (α. «τηρώ τους νόμους» β. «τηρώ τον λόγο μου» γ. «δεῑ τὴν παρθένον πρὸ τοῡ σώματος μάλιστα τηρεῑν τὴν ψυχήν», Βασ. δ. «τὴν πίστιν τετήρηκα», ΚΔ) νεοελλ. εκτελώ ορισμένη υπηρεσία ή εργασία… …   Dictionary of Greek

  • κηπουρός — ο (ΑΜ κηπουρός, Α μτγν. τ. κηπωρός) αυτός που περιποιείται και καλλιεργεί κήπο, περιβολάρης («γεωργόν τε έμέ, και κηπουρόν», Φιλόστρ.) αρχ. 1. αυτός που φυλάει κήπο («κηπουρὸς ὄφις», Ευφορ.) 2. τίτλος κωμωδίας τού Αντιφάνους. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ.… …   Dictionary of Greek

  • κραταιώνω — (AM κραταιῶ, όω) [κραταιός] κάνω κάποιον ή κάτι κραταιό, ισχυροποιώ, ενισχύω, ενδυναμώνω («τὸ δὲ παιδίον ηὔξανε καὶ ἐκραταιοῡτο πνεύματι», ΚΔ) μσν. αρχ. φρ. «κραταιοῡμαι ὑπέρ τινα» υπερισχύω κάποιου («ἐὰν κραταιωθῆ Συρία ὑπὲρ ἐμέ, καὶ ἔσεσθέ μοι… …   Dictionary of Greek

  • ωιμέ — και ωιμένα και οϊμέ και οϊμένα Ν (σχτλ. επιφών.) αλίμονό μου! [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. ω εμέ(να)] …   Dictionary of Greek

  • Differences between codices Sinaiticus and Vaticanus — Codex Sinaiticus and Codex Vaticanus, two of great uncial codices, representatives of the Alexandrian text type, are considered excellent manuscript witnesses of the text of the New Testament. Most critical editions of the Greek New Testament… …   Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»